συμ-παθής

συμ-παθής

συμ-παθής, ές, mitleidend, mitempfindend, gleiche Stimmung od Leidenschaft habend; Arist. physiogn. 4; συμπαϑέστερος, Plat. com. fr. inc. 19; συμπαϑέστατος, Arist. partt. an. 2, 7, mitleidig, συμπαϑεῖς ποιεῖν τοὺς ἀναγιγνώσκοντας τοῖς λεγομένοις, Pol. 2, 56, 7, vgl. 10, 14, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καταπαθής — καταπαθής, ές (Μ) πολύ εμπαθής, πολύ ερεθισμένος, με πάθος και θυμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + παθής (< πάθος, τὸ), πρβλ. εμ παθής, συμ παθής] …   Dictionary of Greek

  • περιπαθής — ές, ΝΜΑ 1. γεμάτος πάθος, αυτός τού οποίου τα λόγια ή οι ενέργειες φανερώνουν έντονα συναισθήματα (α. «περιπαθή λόγια» β. «σὺν οἰμωγῇ περιπαθεῑ», Λουκιαν. γ. «ὅρκος περιπαθέστατος», Απολλ.Ρόδ.) αρχ. 1. άπληστος, λαίμαργος («περιπαθὴς ὢν τοῑς… …   Dictionary of Greek

  • προσπαθής — ές, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ προσπαθές η μεροληψία αρχ. 1. αυτός που είναι αφοσιωμένος με πάθος σε κάποιον ή αυτός που νιώθει σφοδρή επιθυμία για κάποιον ή για κάτι 2. ο δεκτικός εντυπώσεων 3. το ουδ. ως ουσ. η αφοσίωση. επίρρ... προσπαθῶς ΜΑ… …   Dictionary of Greek

  • θεοπάθεια — θεοπάθεια, ἡ (AM) το να πάσχει, να υποφέρει ο θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. ευ πάθεια, συμ πάθεια] …   Dictionary of Greek

  • προπάθεια — ἡ, ΜΑ το αρχικό στάδιο μιας παρόρμησης τής ψυχής αρχ. 1. προαίσθηση για κάτι 2. προκαταρκτικό σύμπτωμα νόσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πάθεια (< παθής < πάθος), πρβλ. συμ πάθεια] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”