- πρωτ-άγγελος
πρωτ-άγγελος, zuerst meldend, Epigr. mens. Aegypt. (IX, 383).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτ-άγγελος, zuerst meldend, Epigr. mens. Aegypt. (IX, 383).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτάγγελος — ὁ, ΜΑ αυτός που πρώτος αναγγέλλει κάτι αρχ. ο αρχάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄγγελος] … Dictionary of Greek
πρωτοστάτης — ο, ΝΜΑ νεοελλ. ο επικεφαλής μιας ενέργειας ή κίνησης, το άτομο που προΐσταται και διαδραματίζει τον σημαντικότερο ρόλο στην επίτευξη ενός έργου, πρωτεργάτης νεοελλ. μσν. ως επίθ. ο σπουδαιότερος, ο σημαντικότερος ή αυτός που κατέχει την πρώτη… … Dictionary of Greek