συρμός

συρμός

συρμός, , 1) das Fortziehen, gewaltsam Fortreißen, der Zug, das Reißen, Stoßen, jede reißend schnelle Bewegung, tractus, bes. von Winden, Wellen u. dgl.; πρηστήρων ἐξαισίους συρμούς Plat. Ax. 370 c; ἀνέμων Antp. Sid. 106 (VII, 498); νιφετῶν id. 67 (VII, 8); χαλαζήεις Leon. Al. 12 (VI, 221); Ὠρίωνος M. Arg. 33 (VII, 3951. – 2) das sich Hinschleppen, Kriechen, dah. συρμὸς ὄφειος, der gezogene, sich hinschleppende Gang der Schlange, Plut. Anton. 86; auch von der Bewegung der Würmer u. kleiner Kinder, Sp. – 3) in der Musik das Ziehen, Schleifen der Töne, Music. – 4) das Erbrechen, die Reinigung des Leibes durch Erbrechen od. Purgiren, Nic. Al. 256.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συρμός — any sweeping motion masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμός — ο, ΝΜΑ [σύρω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σύρω, σύρσιμο, τράβηγμα, έλκυση νεοελλ. 1. σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, τραίνο 2. ελαφρά και παροδική επιδημική νόσος 3. παροδική συνήθεια με την οποία καθορίζεται ο τρόπος ή η μορφή ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • συρμός — ο 1. αμαξοστοιχία. 2. μόδα, παροδική συνήθεια της κοινωνίας: Δεν είναι του συρμού. – Πάει με το συρμό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρμοῖς — συρμός any sweeping motion masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμοί — συρμός any sweeping motion masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμοῦ — συρμός any sweeping motion masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμούς — συρμός any sweeping motion masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμῷ — συρμός any sweeping motion masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρμόν — συρμός any sweeping motion masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • αμαξοστοιχία — η (ή συρμός) τεχνολ. το σύνολο τών βαγονιών που τραβά μια σιδηροδρομική μηχανή έλξεως, μαζί με την μηχανή. Υπάρχουν επιβατικές αμαξοστοιχίες, αμαξοστοιχίες εμπορευμάτων, μικτές (όταν μεταφέρουν επιβάτες κι εμπορεύματα), ταχείες και υπερταχείες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”