συρφετός

συρφετός

συρφετός, ὁ, = σύρφος, alles Zusammengeschleppte, -gefegte, vom Winde Zusammengewehte, Kehricht, Unrath, Staub, Gemüll; χόρτος καὶ συρφετός, Heu und Spreu, Hes. O. 608. Auch von Menschen, ordnungslos zusammengelaufener Hause, Gesindel, ἐὰν συρφετὸς συλλεγῇ δούλων, Plat. Gorg. 489 c; Sp. wie Luc. Hermot. 5. 61, u. öfter; vgl. Plat. Tl, eaet. 152 c; auch ein einzelner gemeiner, schlechter Mensch, Hipp. mai. 288 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συρφετός — anything dragged masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετός — ο, ΝΜΑ ασύντακτο πλήθος, χύδην όχλος μσν. αρχ. καθετί που σύρεται από τον άνεμο, όπως είναι ο σωρός φύλλων, τα άχυρα κ.ά. αρχ. 1. ένας από τον όχλο («τοιοῡτός τις, ὦ Ἱππία, οὐ κομψὸς ἀλλὰ συρφετός», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που μοιάζει με όχλο ή… …   Dictionary of Greek

  • συρφετός — ο όχλος, πλήθος ανυπόληπτων ανθρώπων, κάθε καρυδιάς καρύδι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συρφετοῖς — συρφετός anything dragged masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετοί — συρφετός anything dragged masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετοῦ — συρφετός anything dragged masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετούς — συρφετός anything dragged masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετῶν — συρφετός anything dragged masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετῷ — συρφετός anything dragged masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συρφετόν — συρφετός anything dragged masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”