προς-εικάζω

προς-εικάζω

προς-εικάζω, ähnlich machen, verähnlichen, vergleichen; ποίᾳ ξυμφορᾷ προςεικάσω; Aesch. Ch. 12; τὰς ἀστραπάς τε καὶ κεραυνίους βολὰς μεσημβρινοῖσι ϑάλπεσιν προςείκασεν, Spt. 413; προςεικάζει μέ τῳ; Eur. El. 559; vgl. Rhes. 696; Plat. Tim. 79 d; τὰ τῆς ψυχῆς πάϑη τῷ εἴδει προςῃκάζομεν, vulg. προςεικάζομεν, Xen. Mem. 3, 10, 8; Aeschin. u. Folgde; schließen, vermuthen, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εικάζω — (AM εἰκάζω) συμπεραίνω νεοελλ. (παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται μού φαίνεται αρχ. 1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω 2. παραβάλλω, παρομοιάζω 3. περιγράφω με παρομοίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το… …   Dictionary of Greek

  • είκελος — εἴκελος, η, ον (Α) όμοιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ομηρ. είκελος εμφανίζει παράλληλο τύπο ίκελος* «όμοιος» που ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *weik «αληθεύω, ομοιάζω» τών ρημάτων εικάζω*, έοικα*. Το ει τού τύπου είκελος ερμηνεύεται είτε ως αναλογικός σχηματισμός προς… …   Dictionary of Greek

  • καταστοχάζω — (AM) μσν. 1. θεωρώ, νομίζω, κρίνω 2. (ενεργ. και μέσ.) εξετάζω κάποιον ή κάτι με προσοχή μσν. αρχ. μέσ. καταστοχάζομαι πετυχαίνω κάτι, βρίσκω κάτι με υποθέσεις, με εικασίες, εικάζω, συμπεραίνω αρχ. μέσ. τείνω προς τον σκοπό, σημαδεύω τον στόχο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”