στίμμι

στίμμι

στίμμι (Fremdwort, vielleicht ägyptisches Ursprungs), τό, u. στίμμις, , acc. στίμμιν, Ion bei Poll. 5, 101, auch στίβι, τό, lat. stimmi, stibi, stibium, ein strahliges oder faseriges Spießglanzerz, das, gebrannt und zu Pulver gerieben, bes. im Orient von den Frauen auf die Augenlider und Augenbrauen (ὀμματογράφος Ion a. a. O.) gestrichen wurde, um sie schwarz zu färben und dadurch dem Gesicht einen lebhaftern Ausdruck zu geben; daher auch diese schwarze Schminke selbst, deren sich die Türkinnen noch jetzt unter dem Namen Cohel zu demselben Zwecke bedienen; Diosc. u. VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… …   Dictionary of Greek

  • στιβασμός — ὁ, Α η χρήση μαύρης χρωστικής από στίμμι για τον καλλωπισμό τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῖβι, άλλος τ. τού στίμμι* «χρωστική ουσία», κατά τα ουσ. σε (α)σμός από ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • υποστιμμίζω — Α βάφω με στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στιμμίζω «βάφω με στίμμι»] …   Dictionary of Greek

  • стивие — сурьма , цслав. стивие – то же. Из греч. στίβι, στίμμι, егип. происхождения (Мi. ЕW 323; Преобр. II, 386; Гофман, Gr. Wb. 337) …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Antimony — This article is about the element. For the town, see Antimony, Utah. Not to be confused with Antinomy, a type of paradox. tin ← antimony → tellurium As ↑ Sb ↓ Bi …   Wikipedia

  • List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) …   Wikipedia

  • Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • περιστιμμίζω — Μ βάφω κάτι ολόγυρα με στίμμι, βάφω με μαύρο χρώμα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιμμίζω «βάφω»] …   Dictionary of Greek

  • πλατυόφθαλμος — η, ο / πλατυόφθαλμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιούς οφθαλμούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατυόφθαλμον είδος φυτού, το στίβι ή στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ὀφθαλμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”