στίμμι — ιος, το / στῑμμι, ίμμιος, ΝΑ, και στίμμη, εως, η, και στίμι, εως, το, Ν, και στῑμι, ίμιος και στῑβι, ίβιος, και ως θηλ. στίμμις, εως ή ιδος και στῑμις, ίμεως και στιμία, Α 1. το ορυκτό αντιμόνιο 2. συνεκδ. μαύρη χρωστική ουσία που παρασκευαζόταν… … Dictionary of Greek
στιβασμός — ὁ, Α η χρήση μαύρης χρωστικής από στίμμι για τον καλλωπισμό τών ματιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῖβι, άλλος τ. τού στίμμι* «χρωστική ουσία», κατά τα ουσ. σε (α)σμός από ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
στιμμίζω — ΝΜΑ, και στιμίζω, και μέσ. τ. στιβίζομαι Α [στίμμι / στῑβι] βάφω τα βλέφαρα ή τα φρύδια με στίμμι μσν. μτφ. καθιστώ κάτι ευπρεπές ή λογικοφανές, ευτρεπίζω κάτι προκειμένου να εξαπατήσω κάποιον («ῥυθμῷ τὸ ψεῡδος στιμμίζουσιν», Θεοφύλ. Σ.) αρχ.… … Dictionary of Greek
υποστιμμίζω — Α βάφω με στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στιμμίζω «βάφω με στίμμι»] … Dictionary of Greek
стивие — сурьма , цслав. стивие – то же. Из греч. στίβι, στίμμι, егип. происхождения (Мi. ЕW 323; Преобр. II, 386; Гофман, Gr. Wb. 337) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Antimony — This article is about the element. For the town, see Antimony, Utah. Not to be confused with Antinomy, a type of paradox. tin ← antimony → tellurium As ↑ Sb ↓ Bi … Wikipedia
List of chemical element name etymologies — This is the list of etymologies for all chemical element names: Name Symbol Language of origin Word of origin Meaning Symbol origin Description Actinium Ac Greek ἀκτίς (aktis) beam Greek aktinos ἀκτίς, ἀκτῖνος (aktis; aktinos), meaning beam (ray) … Wikipedia
Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Антимонит — I см. Сурьмяный блеск. II или сурьмяный блеск. Красивые свинцово серые кристаллы ромбической системы, с металлическим блеском, имеют обыкновенно длинностолбчатую или игольчатую форму. Призматические плоскости обыкновенно продольно исчерчены,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
περιστιμμίζω — Μ βάφω κάτι ολόγυρα με στίμμι, βάφω με μαύρο χρώμα γύρω γύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιμμίζω «βάφω»] … Dictionary of Greek
πλατυόφθαλμος — η, ο / πλατυόφθαλμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει πλατιούς οφθαλμούς αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλατυόφθαλμον είδος φυτού, το στίβι ή στίμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek