στέφανος

στέφανος

στέφανος, , eigtl. Umgebung, Umkränzung, πάντῃ γάρ σε περὶ στέφανος πολέμοιο δέδηεν, die Umzingelung der Schlacht, rings um dich ist die Schlacht entbrannt, Il. 13, 736, von den Riugmauern einer Stadt, Pind. Ol. 8, 32. – Gew. der Kranz, die Krone; in dieser Bedeutung erscheint das Wort bei Hom. noch nicht, vgl. unter στεφάνη; zweifelhaft Hom. epigr. 13, 1 ἀνδρὸς μὲν στέφανος παῖδες, πύργοι δὲ πόληος; und Hom. hymn. 32, 6 στίλβει δέ τ' ἀλάμπετος ἀὴρ χρυσέου ἀπὸ στεφάνου; und Hom. hymn. 6, 42 πάντες δὲ σκαλμοὶ στεφάνους ἔχον; entschieden Blumenkranz Hesiod. Th. 576, unächte Stelle; Kranz oft bei Pind., als Siegeszeichen: στέφανος περίκειται αὐτοῖς, Ol. 8, 76; ϑεμίπλεκτοι, N. 9, 53; νικαφόροι, I. 1, 21; τηλαυγεῖς, P. 2, 6; στέφανον ποταίνιον ἔλαχε, Ol. 11, 61; στέφανον ὕψιστον δέδεκται, P. 1, 100; στεφάνους εἴρειν, Kränze winden, N. 7, 77, u. sonst; τοῠδε γὰρ ὁ στέφανος, sein ist der Siegeskranz, Soph. Phil. 830; ὧν (ἀριστείων) αὐτὸς ἔσχε στέφανον εὐκλείας μέγαν, Ai. 460; χρυσεότευκτον στέφανον περιϑέσϑαι, Eur. Med. 984; χλωροκόμῳ στεφάνῳ δάφνας κοσμηϑεῖσαν, I. A. 759, u. öfter; ἀνϑέμων, Ar. Ach. 956; κοτίνου, Plut. 586; μύρτων, Ran. 330; στέφανον πλέκειν, Th. 400; ἀνείρειν, Ach. 970, flechten; περιτίϑεσϑαι, 380; ἀφαιρεῖν, Plut. 22; ἐλαίης, Her. 8, 26; auch ϑαλλοῠ, und στέφανος ϑαλλοῠ χρυσοῠς, ein aus Gold gearbeiteter Oelkranz, Böckh Inscr. I p. 242; Thuc. 4, 121; κιττοῠ τέ τινι στεφάνῳ δασεῖ καὶ ἴων, Plat. Conv. 212 e; χρυσῷ στεφάνῳ στεφανωϑῆναι, Ion 530 d, wie Xen. An. 1, 7, 7 u. öfter; Kränze wurden auch aufs Grab gelegt, An. 1, 2, 9; στέφανοί εἰσιν ἀρετῆς σημεῖον, φιάλαι δὲ πλούτου, Dem. 22, 75, u. öfter als Ehrenzeichen, welches einem um den Staat wohlverdienten Bürger gegeben wird; στ. ἀριστείας, D. Hal. 8, 58; δικαιοσύνης καὶ χρηστότητος, Plut. Philop. et Elam. 3. – Als Weihgeschenk, Dem. 24, 180 ff. – Περιπατεῖ ἐν τοῖς στεφάνοις, auf dem Kranzmarkte, Antiphan. bei Ath. IX, 350 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Στέφανος — that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — that which surrounds masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — ο 1. στεφάνι: Κατέθεσε δάφνινο στέφανο. 2. μτφ., ηθική αμοιβή: Κέρδισε το στέφανο της αρετής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στέφανος Δουσάν — Τσάρος (1331 1355) των Σέρβων (1308 – 1355). Γιος του Στέφανου Ντετσάνσκι, παντρεύτηκε την αδελφή του τσάρου της Βουλγαρίας Ελένη και έτσι μπόρεσε να αποκαταστήσει τη σερβική κυριαρχία στη Βουλγαρία (1331). Σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε… …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος Κλων — Έλληνας γιατρός και ανθρωπολόγος (1854 – 1915). Γεννήθηκε στην Κέα. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο της Αθήνας και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι, κυρίως στην ανθρωπολογία. Από τις σημαντικότερες μελέτες του Σ. είναι το άρθρο του Η Ελλάς, στο Εγκυκλοπαιδικό …   Dictionary of Greek

  • Στέφανος, Κυπάρισσος — Μαθηματικός, καθηγητής του πανεπιστήμιου της Αθήνας και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1857 1917). Σπούδασε στην Αθήνα και στο Παρίσι όπου, πριν ανακηρυχτεί ακόμα διδάκτορας, έκανε σημαντικές ανακοινώσεις στην Ακαδημία των Επιστημών και… …   Dictionary of Greek

  • Γρανίτσας, Στέφανος — (Γρανίτσα Ευρυτανίας 1880 – Αθήνα 1915).Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με αθηναϊκές εφημερίδες και διακρίθηκε για τα πνευματώδη χρονογραφήματά του στον Χρόνο και στην Πατρίδα.Το αφηγηματικό του ταλέντο αξιοποίησε σε γλαφυρά… …   Dictionary of Greek

  • Δάφνης, Στέφανος — (Άργος 1882 – Αθήνα 1947). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θρασύβουλου Ζωιόπουλου. Σπούδασε μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και δίδαξε για μερικά χρόνια στη μέση εκπαίδευση. Εργάστηκε επίσης στην Εθνική Βιβλιοθήκη και… …   Dictionary of Greek

  • Δουσάν, Στέφανος — Βλ. λ. Στέφανος Δουσάν …   Dictionary of Greek

  • Ληναίος, Στέφανος — (Μεσσήνη 1928 –). Ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Αθηνών και στη σχολή RADA του Λονδίνου. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1954 (στον θίασο Κοτοπούλη) και έκτοτε εργάζεται συνεχώς, αρχικά ως ηθοποιός και αργότερα ως θιασάρχης,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”