- προς-ζεύγνῡμι
προς-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), anjochen, -binden, übertr., οἵᾳ συμφορᾷ προςεζύγης, Eur. Hipp. 1389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ζεύγνῡμι (s. ζεύγνυμι), anjochen, -binden, übertr., οἵᾳ συμφορᾷ προςεζύγης, Eur. Hipp. 1389.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
ζεύγμα — το (AM ζεῡγμα) [ζεύγνυμι] κάθε τι που χρησιμοποιείται για ζεύξη, για σύνδεση, δεσμός, σύνδεσμος 2. φρ. α) «ζεύγμα λιμένος» φράγμα από πλοία που φράζουν την είσοδο τού λιμανιού με το οποίο αποκλείεται η είσοδος ή η έξοδος β) «ζεύγμα ποταμού»… … Dictionary of Greek
ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… … Dictionary of Greek
συζευγνύω — συζεύγνυμι, ΝΑ, και συζεύγω Ν [ζεύγνυμι / ζευννύω] 1. συνδέω, συνενώνω, ενώνω δύο πράγματα μαζί, δημιουργώ σύζευξη (α. «σκοπεύουν να συζεύξουν τις δύο όχθες με γέφυρα» β. «ὀκτὼ πεντήρεσι... συνεζευγμέναις πρὸς ἀλλήλας σύνδυο», Πολ.) 2. συνδέω με… … Dictionary of Greek
συζυγής — ές, ΝΑ αυτός που έχει ζευχθεί, που έχει ενωθεί με άλλον, συνδεδεμένος με άλλον νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που βρίσκεται σε αναλογία, σε αντιστοιχία με άλλον, ανάλογος, παράλληλος 2. φυσ. χημ. χαρακτηρισμός διαδοχικών ομοιοπολικών χημικών δεσμών… … Dictionary of Greek