- στομο-δόκος
στομο-δόκος, = στωμύλος, Gramm., z. B. Poll. 2, 101 aus Pherecrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στομο-δόκος, = στωμύλος, Gramm., z. B. Poll. 2, 101 aus Pherecrat.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στωμύλος — η, ο / στωμύλος, ον, ΝΜΑ, και στομύλος, θηλ. και ύλη Α 1. (για πρόσ.) ομιλητικός, λάλος, ευφραδής, εύγλωττος 2. (για λόγο) ευχάριστος, γλαφυρός αρχ. φλύαρος. επίρρ... στωμύλως ΝΜΑ κατά τρόπο που αρμόζει σε στωμύλο, με στωμυλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης… … Dictionary of Greek