- στοιά
στοιά, ἡ, = στοά; Ar. Eccl. 676. 686; Eur. Heracl. 431.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιά, ἡ, = στοά; Ar. Eccl. 676. 686; Eur. Heracl. 431.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοιά — στοιά̱ , στοά roofed colonnade fem nom/voc/acc dual στοιά̱ , στοά roofed colonnade fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιά — ἡ, Α βλ. στοά … Dictionary of Greek
στοιάν — στοιά̱ν , στοά roofed colonnade fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοιάς — στοιά̱ς , στοά roofed colonnade fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… … Dictionary of Greek
Стоа — (στόαι или στοιά, от στεγ, крыть) у древних греков то же, что porticus y римлян, т. е. крытая колоннада. Колоннады возводились при храмах, домах, гимнасиях и на рынках и служили общественным местом отдыха, прогулок и собраний. Обыкновенно… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
περίστωο — το / περίστῳον, ΝΑ, και περιστόϊον Α το περίστυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στῳον / στόϊον (< στωϊά / στοιά, άλλοι τ. τού στοά*), πρβλ. προ στῷον] … Dictionary of Greek
stā- : stǝ- — stā : stǝ English meaning: to stand Deutsche Übersetzung: ‘stehen, stellen” Note: reduplicated si stü , extended stüi : stī̆ , stüu : stū̆ and st eu Material: A. O.Ind. tiṣṭhati, Av. hištaiti, ap. 3. sg. Impf. a ištata… … Proto-Indo-European etymological dictionary