στοιβασία

στοιβασία

στοιβασία, , das Vollstopfen, bei E. M. Erkl. von στοιβή.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στοιβασία — στοιβασίᾱ , στοιβασία stuffing fem nom/voc/acc dual στοιβασίᾱ , στοιβασία stuffing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στοιβασία — η, ΝΜΑ τοποθέτηση πραγμάτων σε στοίβες, σε επάλληλες σειρές, το στοίβαγμα νεοελλ. ναυτ. σωστή τοποθέτηση τού φορτίου ή τής σαβούρας τού πλοίου για την αποφυγή μετατοπίσεων σε περίπτωση θαλασσοταραχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στοίβασις, κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

  • περονοφόρος — α, ο, Ν φρ. «περονοφόρο ανυψωτικό μηχάνημα» βιομηχανικό όχημα που φέρει ανυψωτική διάταξη ή επιτρέπει την ανύψωση, μετακίνηση και στοιβασία φορτίου που έχει τοποθετηθεί σε πρόχειρη, συνήθως ξύλινη, βάση, την παλέτα …   Dictionary of Greek

  • πουντέλιασμα — και πουντελιάρισμα και πουντελάρισμα και πουντελιξάρισμα, το, Ν [πουντελιάρω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πουντελιάρω, η στήριξη με πουντέλια 2. (ξυλ.) μέθοδος που ακολουθείται κατά τη στοιβασία ξυλείας και σύμφωνα με την οποία… …   Dictionary of Greek

  • πριμάζ — Ν άκλ. όρος τών φορτωτικών εγγράφων στις ναυτεμπορικές συμφωνίες σύμφωνα με τον οποίο εισπράττεται επιπρόσθετος ναύλος, που δικαιολογείται με την πρόσθετη εργασία κατά τη φόρτωση και στοιβασία τού φορτίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. primage «πρόσθετη… …   Dictionary of Greek

  • στοίβασις — και πιθ. γρφ. στίβασις, άσεως, ἡ, Α [στοιβάζω] στοιβασία …   Dictionary of Greek

  • στοιβάσιμος — ον, Α [στοίβασις] κατάλληλος για στοιβασία, δεκτικός στοιβασίας …   Dictionary of Greek

  • στοιβασμός — ό, ΝΜ [στοιβάζω] στοιβασία, στοίβαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”