- στλεγγίζω
στλεγγίζω, seltener στελγίζω, mit der Reibeplatte im Bade od. in der Palästra abreiben; auch med., Schol. Ar. Equ. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στλεγγίζω, seltener στελγίζω, mit der Reibeplatte im Bade od. in der Palästra abreiben; auch med., Schol. Ar. Equ. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στλεγγίζω — Α [στλεγγίς] ξύνω, καθαρίζω με στλεγγίδα … Dictionary of Greek
αστλέγγιστος — ἀστλέγγιστος, ον (Α) αυτός που δεν έχει καθαριστεί με στλεγγίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στλεγγίζω < στλεγγίς «είδος ξύστρας, με την οποία καθάριζαν τη ρυπαρότητα του σώματος στο λουτρό ή στην παλαίστρα»] … Dictionary of Greek
στλέγγισμα — και στέλγισμα, ίσματος, τὸ, Α [στλεγγίζω] ο ρύπος που αποξέεται με τη βοήθεια τής στλεγγίδας, το απόμαγμα* … Dictionary of Greek
στλέγγιστρον — και στέλγιστρον και στέργγιστρον, τὸ, Α στλεγγίδα, ξύστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίζω + επίθημα τρον (πρβλ. κόμισ τρον)] … Dictionary of Greek