- στοχασμός
στοχασμός, ὁ, das Zielen od. Schießen nach einem Ziele, das zum Zweck, zur Absicht Haben, auch die Vermuthung, Plat. Phil. 56 a; bes. bei den Rhett., s. Hermogen. de stas. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοχασμός, ὁ, das Zielen od. Schießen nach einem Ziele, das zum Zweck, zur Absicht Haben, auch die Vermuthung, Plat. Phil. 56 a; bes. bei den Rhett., s. Hermogen. de stas. 2.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στοχασμός — guessing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν … Dictionary of Greek
στοχασμός — ο 1. σκέψη: Του λείπει ο στοχασμός. 2. ό,τι σκέφτεται κάποιος: Δεν μπορώ να παρακολουθήσω τους στοχασμούς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στοχασμοῖς — στοχασμός guessing masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμοί — στοχασμός guessing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμοῦ — στοχασμός guessing masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμούς — στοχασμός guessing masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμῶν — στοχασμός guessing masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμῷ — στοχασμός guessing masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στοχασμόν — στοχασμός guessing masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεωρία — (Ιστορ.). Αντιπροσωπείες που έστελναν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στις πανελλήνιες γιορτές. Σπουδαιότερη θ. των Αθηναίων ήταν εκείνη που παρίστατο στη γιορτή του Δηλίου Απόλλωνα. Επικεφαλής της ήταν ο αρχιθέωρος, που αναλάμβανε όλα τα έξοδα. Τα… … Dictionary of Greek