- στατηρός
στατηρός, = σταϑερός, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στατηρός, = σταϑερός, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στατῆρος — στατήρ standard coin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριστάτηρος — ον, Α αυτός που αξίζει τρεις στατήρες, που η τιμή του είναι τρεις στατήρες («τριστάτηρος χλαμύς», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + στάτηρος (< στατήρ, ῆρος «μονάδα βάρους, νομισματική μονάδα»), πρβλ. δεκα στάτηρος] … Dictionary of Greek
πενταστάτηρος — ον, Α αυτός που έχει βάρος πέντε στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek
πεντηκονταστάτηρον — τὸ, Α αντικείμενο πενήντα στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντήκοντα + στατήρ, ῆρος (πρβλ. τρι στάτηρος)] … Dictionary of Greek
τετραστάτηρος — ον, Α 1. αυτός που έχει αξία τεσσάρων στατήρων («ὁρᾱτε μὲν δεόμενον σωτηρίας τετραστατήρου καὐτόν», Αριστοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετραστάτηρον νόμισμα αξίας τεσσάρων στατήρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + στατήρ, ῆρος (πρβλ. δεκα στάτηρος)] … Dictionary of Greek