στασιαστικός — seditious masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικός — ή, ό / στασιαστικός, ή, όν, ΝΜΑ [στασιάζω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στασιαστή, αυτός που προκαλεί στασιασμό (α. «στασιαστική συγκέντρωση» β. «οὐκ ὄντας πολιτικοὺς ἀλλὰ στασιαστικούς», Πλάτ. γ. «πράττειν οὐδὲν στασιαστικόν», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
στασιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη στάση: Ξεσήκωσε πολλούς με στασιαστικούς λόγους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στασιαστικά — στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc pl στασιαστικά̱ , στασιαστικός seditious fem nom/voc/acc dual στασιαστικά̱ , στασιαστικός seditious fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικώτερον — στασιαστικός seditious adverbial comp στασιαστικός seditious masc acc comp sg στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικῶν — στασιαστικός seditious fem gen pl στασιαστικός seditious masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικόν — στασιαστικός seditious masc acc sg στασιαστικός seditious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικοῖς — στασιαστικός seditious masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικούς — στασιαστικός seditious masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστική — στασιαστικός seditious fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στασιαστικήν — στασιαστικός seditious fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)