- στόμ-αλγος
στόμ-αλγος, = στομαλγής (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στόμ-αλγος, = στομαλγής (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κοιλιαλγώ — κοιλιαλγῶ, έω (Α) έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ, στομ αλγώ] … Dictionary of Greek