στόμωμα

στόμωμα

στόμωμα, τό, wie στόμα, 1) die Mündung, πόντου, Aesch. Pers. 855. – 2) das Zugespitzte, Geschärfte, Gehärtete, σιδήρου, die Härte des gestählten Eisens, das Stählen des Eisens, Daimach. bei St. B. v. Λακεδαίμων; neben βαφή, Plut. Lyc. 9 Gryll. 4 g. E. – Auch der Hammerschlag, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στόμωμα — mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόμωμα — το, ΝΑ [στομῶ, ώνω] νεοελλ. άμβλυνση, απώλεια τής οξύτητας κοφτερού ή αιχμηρού οργάνου αρχ. 1. στόμιο, άνοιγμα 2. η σκλήρυνση σιδήρου, η χαλύβδωση, το ατσάλωμα 3. μέταλλο που έχει στομωθεί, που έχει καταστεί σκληρό με τη διαδικασία τής στόμωσης,… …   Dictionary of Greek

  • στόμωμα — το άμβλυνση της κόψης: Στόμωμα του μαχαιριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στομωμάτων — στόμωμα mouth neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομώματα — στόμωμα mouth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομώματι — στόμωμα mouth neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στομώματος — στόμωμα mouth neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμβλυνση — η (Α ἄμβλυνσις) [ἀμβλύνω] το να γίνεται κάτι αμβλύ, μετριασμός, ελάττωση ή απώλεια τής οξύτητας, τής αιχμηρότητάς του, στόμωμα νεοελλ. μείωση της οξύτητας τών παθών, μετριασμός, κατευνασμός, μαλάκωμα …   Dictionary of Greek

  • στομωμάτιον — τὸ, Α [στόμωμα, ατος] βελονοθήκη …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՅՐԱԴԻՐ — ( ) NBH 2 0692 Chronological Sequence: Early classical գ. στόμωμα acies ferri Դիրք սայրի երկաթոյ. սայր, բերան. *Բովք փորձեն զսայրադիր ʼի մուխ (ջրոյ). Սիր. ՟Լ՟Դ. 31 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • άμβλυνση — η 1. η ελάττωση της οξύτητας, το στόμωμα: Ορισμένα από τα εργαλεία παρουσίαζαν άμβλυνση. 2. χαλάρωση της οξύτητας των παθών, κατευνασμός: Παρουσιάζουν τελευταία κάποια άμβλυνση οι σχέσεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”