- στωμυλέω
στωμυλέω, u. dep. med. στωμυλέομαι, = στωμύλλω, schwatzen; τὰ μειράκια, ἃ στωμυλεῖται τοιαδὶ καϑήμενα, Ar. Equ. 1373, wo es nicht als fut. zu nehmen; Alciphr. 5, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στωμυλέω, u. dep. med. στωμυλέομαι, = στωμύλλω, schwatzen; τὰ μειράκια, ἃ στωμυλεῖται τοιαδὶ καϑήμενα, Ar. Equ. 1373, wo es nicht als fut. zu nehmen; Alciphr. 5, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.