- στυγ-άνωρ
στυγ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, den Mann od. das männliche Geschlecht hassend, Ἀμαζόνων στρατός, Aesch. Prom. 726.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυγ-άνωρ, ορος, ὁ, ἡ, den Mann od. das männliche Geschlecht hassend, Ἀμαζόνων στρατός, Aesch. Prom. 726.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φυξάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός ή αυτή που αποφεύγει τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυξ ι (βλ. λ. φεύγω, φύξις) + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. στυγ άνωρ. Ο τ. πιθ. πρέπει να διορθωθεί σε φυξανορία] … Dictionary of Greek
στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] … Dictionary of Greek