- στυφελιγμός
στυφελιγμός, ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφελιγμός, ὁ, = στυφελισμός, Ar. Equ. 535 ὀργὰς ὑμῶν ἠνέσχετο καὶ στυφελιγμούς, Schol. λοιδορίαι, ὕβρεις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφελιγμός — και στυφελισμός, ὁ, Α [στυφελίζω] υβριστική και προσβλητική διαγωγή, ταπεινωτική συμπεριφορά, κακομεταχείριση … Dictionary of Greek
στυφελιγμούς — στυφελιγμός ill usage masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυφελισμός — ὁ, Α (δ. γρφ.) βλ. στυφελιγμός … Dictionary of Greek