στρῆνος

στρῆνος

στρῆνος, , u. στρῆνος, εος, τό, Kraft, Pallads. 64 (VII, 686) u. a. Sp.; bes. Ueberkraft, Uebermuth; auch heftiges Verlangen wonach, μόρου, Lycophr. 438.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρηνός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρῆνος — insolence neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρήνος — Πόλη της αρχαίας Κρήτης για την οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες και αγνοούμε την ακριβή θέση της. Οι κάτοικοι της ονομάζονταν Στρήνιοι. * * * και στρῑνος, ὁ, ΜΑ, και ως ουδ. στρήνεος, τὸ, Α ακολασία αρχ. 1. υπερηφάνεια, αλαζονεία 2. θερμή… …   Dictionary of Greek

  • στρηνός — Πόλη της αρχαίας Κρήτης για την οποία δεν έχουμε ιστορικές πληροφορίες και αγνοούμε την ακριβή θέση της. Οι κάτοικοι της ονομάζονταν Στρήνιοι. * * * ή, όν, ΜΑ στρηνής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος δευτερόκλιτος τ. τού επιθ. στρηνής*] …   Dictionary of Greek

  • στρηνόν — στρηνός masc acc sg στρηνός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • страда — сенокос, жатва, тяжелая работа , арханг. (Подв.), вологодск., владим., псковск. (Даль), страдать, аю, также стражду (цслав.), диал. страдать косить сено, собирать урожай , арханг. (Подв.), др. русск. страдати стараться, добиваться , страдалъ за… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • στρηνής — ές, Α 1. (για ήχο) οξύς και δυσάρεστος, διαπεραστικός 2. (το ουδ. ως επίρρ.) στρηνές με οξύ και δυσάρεστο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού επιθ. με το λατ. strēnuus «δραστήριος, φιλόπονος» δεν ικανοποιεί από σημασιολογική άποψη. Κατ …   Dictionary of Greek

  • (s)ter-1, (s)terǝ- : (s)trē- —     (s)ter 1, (s)terǝ : (s)trē     English meaning: stiff, immovable; solid, etc..     Deutsche Übersetzung: ‘starr, steif sein, starrer, fester Ghegenstand, especially Pflanzenstamm or stengel; steif gehen, stolpern, fallen, stolzieren”     Note …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • стараться — стараюсь, укр. старатися, болг. старая се стараюсь , сербохорв. ста̏рати се, ста̏ра̑м се заботиться, хлопотать; стараться , словен. stȃrati sе – то же, чеш. starati sе – то же, слвц. stаrаt᾽ sа, польск. starac się, в. луж. starac sо, н. луж.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • στρηνιώ — άω, Α 1. ζω ακόλαστα, ασωτεύω 2. υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρῆνος «αλαζονεία, ύβρις» + κατάλ. ιῶ, δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἀνιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • στρηνόφωνος — ον, Α αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνός + φωνος (< φωνή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”