στρώννῡμι

στρώννῡμι

στρώννῡμι und στρωννύω, fut. στρώσω, durch Buchstabenumstellung von στόρνυμι, στορέννυμι gebildet, w. m. s., – breiten, ausbreiten; ἔστρωτο, Il. 10, 155; ἐστρωμένον, H. h. Ven. 159; πέδον κελεύϑου στρωννύναι πετάσμασιν, bedecken, Aesch. Ag. 883; μηδ' εἵμασι στρώσασ' ἐπίφϑονον πόρον τίϑει, 895; ἔστρωσε εὐνάς, Eur. Suppl. 766; ἵν' ἔστρωται λέχος, Med. 41 und 380; κλίνην ἔστρωσαν, Her. 4, 139; τὸ κῠμα ἔστρωτο, 7, 193. (s. στορέννυμι); ἐστρωμένων σμίλακι καὶ μυῤῥίναις, Plat. Rep. II, 372 b; κλίνην στρώννυσι, τράπεζαν κοσμεῖ, Xen. Cyr. 8, 2, 6; στρώννυτε κοίτας, Anaxandrid. bei Ath. II, 48 a.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρώννυμι — και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α βλ. στρώνω …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

  • прострация — (иноск.) расслабление, упадок нравственных сил Ср. Вылечиться надо, иначе наживешь полную нервную прострацию и превратишься в кликушу. У нее уже было два сильных приступа истерики на одной неделе. Боборыкин. Ходок. 3, 9. Ср. Изолированные там и… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Прострация — Прострація (иноск.) разслабленіе, упадокъ нравственныхъ силъ. Ср. Вылечиться надо, иначе наживешь полную нервную прострацію и превратишься въ кликушу. У нея уже было два сильныхъ приступа истерики на одной недѣлѣ. Боборыкинъ. Ходокъ. 3, 9. Ср.… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • постилаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  1) (στρώννυμι) стелю, расстилаю (Мф. 21, 8; Мк. 11, 8; Лк. 19,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Lithostrôtos — «  Dès qu il entendit ces paroles, Pilate fit sortir Jésus et le fit asseoir sur l estrade, à la place qu on appelle Lithostrôtos ou Xystos autrefois en hébreu Gabbatha.  »  Jean 19:13 A Jérusalem, dans Jean, 19, 13 le Lithostrôtos …   Wikipédia en Français

  • αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες …   Dictionary of Greek

  • διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο …   Dictionary of Greek

  • εύστρωτος — εὔστρωτος και ἐΰστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος καλά («ἐΰστρωτον λέχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] …   Dictionary of Greek

  • κερόστρωτος — κερόστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, φυλλό στρωτος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”