- στροβελός
στροβελός, = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροβελός, = στροβιλός, στρεβλός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στροβελός — όν, Α [στρόβος] (κατά τον Ησύχ.) 1. «σοβαρός, τρυφερός» 2. (το ουδ.) στροβελόν «σκολιόν, καμπύλον» … Dictionary of Greek