- στρογγυλο-δίνητος
στρογγυλο-δίνητος, herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγυλο-δίνητος, herum-, im Kreise gedreht, Archestrat. bei Ath. III, 112 a.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγυλοδίνητος — ον, Α συνεστραμμένος σε σχήμα στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + δίνητος) < δινῶ < δίνη), πρβλ. ηπιο δίνητος, οιστρο δίνητος] … Dictionary of Greek