- στρογγυλο-ειδής
στρογγυλο-ειδής, ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγυλο-ειδής, ές, rundlich, Schol. Lycophr. 88 u. Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρογγυλοειδής — ές, Α αυτός που έχει στρογγυλό σχήμα. επίρρ... στρογγυλοειδῶς Α σε σχήμα στρογγυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρογγύλος + ειδής*] … Dictionary of Greek