- στρουθάριον
στρουθάριον, τό, dim. von στρουϑός, Eubul. bei Ath. II, 65 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρουθάριον, τό, dim. von στρουϑός, Eubul. bei Ath. II, 65 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρουθάριον — τὸ, Α [στρουθός] υποκορ. μικρός σπουργίτης, σπουργιτάκι … Dictionary of Greek
στρουθαρίων — στρουθάριον neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρουθάρια — στρουθάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)