- προς-κατ-εργάζομαι
προς-κατ-εργάζομαι, noch dazu verrichten, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κατ-εργάζομαι, noch dazu verrichten, D. Cass.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
ευέργαστος — εὐέργαστος, ον (Α) 1. αυτός τον οποίο εύκολα επεξεργάζεται κάποιος, ο εύπλαστος («εὐέργαστος πᾱσα γῆ») 2. (για ανθρώπους) ευάγωγος, εύπλαστος («εὐέργαστοι πρὸς ἀγαθωσύνην»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + *εργαστός (< εργάζομαι), πρβλ. α κατ έργαστος, αν… … Dictionary of Greek