στραγγαλίζω

στραγγαλίζω

στραγγαλίζω, erwürgen, stranguliren, τινά, Plut. de vit. pud. 4; τὸν τράχηλον, Alciphr. 3, 49.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στραγγαλίζω — strangle pres subj act 1st sg στραγγαλίζω strangle pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλίζω — στραγγαλίζω, στραγγάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραγγαλίζω — ΝΜΑ, και στραγγουλίζω Ν [στραγγάλη / στραγγούλα] 1. πνίγω, θανατώνω κάποιον σφίγγοντας τον λαιμό του με τα χέρια, με σχοινί ή με ύφασμα (α. «στραγγάλισε τον άντρα της» β. «στραγγαλίζειν τὸν τράχηλον») 2. απαγχονίζω νεοελλ. 1.ναυτ. συσφίγγω δύο… …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλίζω — στραγγάλισα, στραγγαλίστηκα, στραγγαλισμένος 1. θανατώνω κάποιον σφίγγοντας το λαιμό του: Οι Τούρκοι στραγγάλισαν το Ρήγα Φεραίο και τους συντρόφους του στο Βελιγράδι. 2. διαστρέφω ή συγκαλύπτω την αλήθεια: Στραγγαλίζω την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στραγγαλίσω — στραγγαλίζω strangle aor subj act 1st sg στραγγαλίζω strangle fut ind act 1st sg στραγγαλίζω strangle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλισθείς — στραγγαλίζω strangle aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλιῶ — στραγγαλίζω strangle fut ind act 1st sg (attic epic doric) στραγγαλιάω tie knots pres imperat mp 2nd sg στραγγαλιάω tie knots pres subj act 1st sg (attic epic ionic) στραγγαλιάω tie knots pres ind act 1st sg (attic epic ionic) στραγγαλιάω tie… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραγγαλιῶν — στραγγαλίζω strangle fut part act masc nom sg (attic epic doric) στραγγαλιά induration in the limbs fem gen pl στραγγαλιάω tie knots pres part act masc voc sg στραγγαλιάω tie knots pres part act neut nom/voc/acc sg στραγγαλιάω tie knots pres part …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγαλίσατο — στραγγαλίζω strangle aor ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐστραγγάλισαν — στραγγαλίζω strangle aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανδαύλης — Κανδαύλης, ὁ (Α) 1. λυδική ονομασία τού Ερμή 2. όνομα Λυδού βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η κλητική Κανδαύλα χρησιμοποιούνταν στην Αρχαία ως επίκληση όπως το κυνάγχα (επίκληση στον Ερμή κατά το παιχνίδι τών ζαριών) < κύων, κυν ός + ἄγχω «πνίγω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”