στρόφιγξ

στρόφιγξ

στρόφιγξ, ιγγος, ἡ, wie στροφεύς, Wirbelknochen, Poll. 2, l 30; vgl. Plat. Tim. 74 a. Uebh. Wirbel, Zapfen, um den sich ein Körper dreht, Thürangel, eigtl. der Zapfen oben und unten am Thürflügel, der sich in einem Loche drehte und aus dem Kernholze von λωτός, πύξος od. πρῖνος gemacht wurde, στροφεύς aber das Stück aus dem Holze der πτελέα, an dem die στρόφιγξ saß, Theophr.; πῶλοι στρόφιγξιν ἔνδοϑεν κ υκλούμεναι, Eur. Phoen. 1133; übertr., γλώττης στρόφιγξ, Ar. Ran. 890. – Auch der Hahn an einer Röhre, den man umdreht, τὸ τοῖς σωλῆσιν ἐμβαλλόμενον, ὥςτε τὲν τοῠ ὔδατος ἐπέχειν καὶ αὖ πάλιν ἀνιέναι φοράν, Schol. Ar. Nubb. 450, l. d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρόφιγξ — pivot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στροφίγγων — στρόφιγξ pivot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγγα — στρόφιγξ pivot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγγας — στρόφιγξ pivot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγγες — στρόφιγξ pivot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγγι — στρόφιγξ pivot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγγος — στρόφιγξ pivot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγξι — στρόφιγξ pivot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγξιν — στρόφιγξ pivot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφιγγα — η / στρόφιγξ, ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α 1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας 2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα 3. στον πληθ. οι στρόφιγγες μικροί μοχλοί που στρέφονται …   Dictionary of Greek

  • δακτυλιωτός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από δακτυλίους ή έχει κατασκευαστεί σε σχήμα δακτυλίου 2. ζωολ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.). δακτυλιωτοί ερπετά τών οποίων το σώμα διαιρείται σε δακτυλίους 3. βοτ. «δακτυλιωτά αγγεία» δακτυλιογλυφή αγγεία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”