στρωτήρ — rafter laid upon masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτῆρα — στρωτήρ rafter laid upon masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτῆρας — στρωτήρ rafter laid upon masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτῆρες — στρωτήρ rafter laid upon masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτῆρος — στρωτήρ rafter laid upon masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτήρων — στρωτήρ rafter laid upon masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρωτήριον — τὸ, Α [στρωτήρ] υποκορ. τού στρωτήρ* … Dictionary of Greek
στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… … Dictionary of Greek
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek