στρωτήρ

στρωτήρ

στρωτήρ ῆρος, ὁ, 1) = στρώτης. – 2) der auf einem andern ruhende Querbalken an der Decke, Pol. 5, 89, 6; sprichwörtlich von einem Betrunkenen ὅταν μὴ δύνηταί τις τοὺς στρωτῆρας ἢ τὰς δοκοὺς ἀριϑμεῖν, Theophr.; Ar. bei Poll. 10, 173. Auch die über die Dachsparren genagelten Latten, auf welche die Dachziegel gelegt werden; verschiedene Erkl. giebt B. A. 302.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στρωτήρ — rafter laid upon masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρα — στρωτήρ rafter laid upon masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρας — στρωτήρ rafter laid upon masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρες — στρωτήρ rafter laid upon masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτῆρος — στρωτήρ rafter laid upon masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτήρων — στρωτήρ rafter laid upon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρωτήριον — τὸ, Α [στρωτήρ] υποκορ. τού στρωτήρ* …   Dictionary of Greek

  • στρωτήρας — ο / στρωτήρ, ῆρος, ΝΑ πλάγια δοκός τής στέγης προσαρτημένη στη μεγάλη ή κεντρική δοκό νεοελλ. δοκός στην οποία στερεώνονται οι σιδηροτροχιές, κν. τραβέρσα αρχ. 1. δοκός η οποία τοποθετείται εγκάρσια πάνω σε άλλη 2.στον πληθ. οἱ στρωτῆρες η… …   Dictionary of Greek

  • στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”