σπάδιξ

σπάδιξ

σπάδιξ, ῑκος, ἡ, 1) ein abgerissener Zweig, bes. ein mit der Frucht abgerissener Palmzweig, Poll. 7, 147; Nic. Al. 528; vgl. Plut. Sympos. 8, 4 πρῶτος ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπ ασε κλάδον τοῠ ἱεροῠ φοίνικ ος, ᾑ καὶ σπάδιξ ὠνομάσϑη; davon spadiceus, nach der Farbe desselben, s. Gell. N. A. 2, 26. 3, 10. – 2) bei Poll. 4, 59 u. Nicom. harm. ein Saiteninstrument, wie die Lyra, das Quintil. 7, 10, 51 nebst dem ψαλτήριον als weichlich verwirft. – 3) die abgezogene Rinde von der Wurzel des πρῖνος, Greg. Cor.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπάδιξ — ικος, ὁ και ἡ, Α βλ. σπάδικας …   Dictionary of Greek

  • σπάδικας — ο / σπάδιξ, ικος, ὁ και ἡ, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. τύπος κυματώδους ταξιανθίας, στην οποία τα άνθη φύονται σε έναν διογκωμένο σαρκώδη άξονα, όπως είναι λ.χ. η θηλυκή ταξιανθία τού αραβοσίτου 2. ζωολ. συγχώνευση τών εσωτερικών λοβών τών πλοκάμων τού… …   Dictionary of Greek

  • σπαδίκιον — τὸ, Α [σπάδιξ, ικος] υποκορ. τ. τού σπάδιξ …   Dictionary of Greek

  • BADIUS — equi nomen in Circensibus; a colore, qui in equis commendatur. Dictus autem hic est quasi Βἃδιος, a βαὶς, quae ramulum palmae significat, unde et spadix color, et spadix equus. Philargyrus, Spadix et Phoenicius est, quales sunt fructus palmarum,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PHOENICEUS Color — in equis, Latinis appellatur, a colore palmitis palmei, qui φοῖνιξ Graece, alias spadix et baldius. Nam et σπάδιξ, termes palmae Graecis. Sed et φοῖνιξ hic color iisdem, et equus φοίνιξ Homero, Il. ψ. v. 454. Οἱ τὸ μὲν ἄλλο τόσον φοῖνιξ ἦν. Ab eo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PUNICEUS Color — exsuperantiam, ut loquitur A. Gellius, splendoremque ruboris significat; diversus a phoeniceo; licet eôdem uterque nomine Graecis dicatur φοῖνεξ. Sed Puniceum etiam φοινικοῦν vocitatur. Phoeniceum enim Philargyro nec diluti coloris est neque… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σπά — (Spaa). Βελγική λουτρόπολη στην επαρχία Λιέγης, με 10.000 κατ. Στη λουτρόπολη υπάρχει αξιόλογος ναός του 1880. Τα ιαματικά της νερά θεραπεύουν καρδιακές και νεφρικές παθήσεις. Η πόλη συνδέεται με τη Συνδιάσκεψη του Σ. (5 16 Ιουλίου 1920), στην… …   Dictionary of Greek

  • σπάδων — ωνος και οντος, ὁ, Α 1. ευνούχος («εἰ σπάδοντα νομίζει Δημήτριος αὐτόν», Πλούτ.) 2. ευνουχισμένο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + επίθημα ων (πρβλ. κώδ ων) βλ. και λ. σπάω] …   Dictionary of Greek

  • σπαδίζω — Α αποσπώ, γδέρνω («σπαδίξας δὲ αὐτοῡ τὸ δέρμα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σπα τού σπάω / σπῶ με οδοντική παρέκταση δ (πρβλ. σπάδιξ) + κατάλ. ίζω (βλ. και λ. σπάω)] …   Dictionary of Greek

  • σπαδικανθή — τα, Ν τάξη αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, η οποία είχε ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα το ότι η ταξιανθία τών φυτών που περιλάμβανε ήταν σπάδικας. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • σπαδικοφόρος — και, δ. γρφ., σπαδεικοφόρος, ὁ, Α 1. αυτός που φέρει κλαδί φοίνικα 2. ονομασία αξιώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάδιξ, ικος «κλαδί φοίνικα» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”