σποδός

σποδός

σποδός, (nach Orion von σβέννυμι, eigtl. σβοδός, was nach erloschenem Feuer übrig bleibt?), Asche, bes. heiße, Glutasche, unter der noch Glut verborgen ist, τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῠ ἤλασα πολλῆς, Od. 9, 375; H. h. Merc. 238; die Asche des verbrannten Leichnams, Aesch. Ch. 676 u. öfter; Soph. El. 748. 1111; Asche auf dem Opferaltar, O. R. 21 Ant. 994; ἀμφὶ σποδὸν κάρα κεχύμεϑα, zum Zeichen der Trauer, Aesch. Suppl. 826. 1159; νῆσον χῶσαι σποδῷ τε καὶ γῇ, Her. 2, 140; – ἐς σποδὸν ἐμβάλλειν war eine Todesstrafe bei den Persern, Ctesias 17. 50. 51; vgl. Her. 2, 100. – Auch Staub, τῆς χαμάϑεν σποδοῠ λαβόντες, Her. 4, 172; – σποδὸς κυλίκων, πίϑων, Antp. Sid. 59 Leon. Tar. 87 (VI, 291. VII, 455), von einer Alten, die Becher, Fässer ausleert. – Auch = σπόδιον, Metallasche, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σποδός — wood ashes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδός — ἡ, ΝΜΑ 1. μισοσβησμένη στάχτη, καφτή στάχτη από ξύλα ή ξυλάνθρακες, χόβολη («τὸν μοχλὸν ὑπὸ σποδοῡ ἤλασα πολλῆς», Ομ. Οδ.) 2. η στάχτη από καμμένο νεκρό (α. «διασκόρπισαν τη σποδό της στη θάλασσα» β. «ἀντὶ δὲ φωτῶν τεύχη καὶ σποδὸς εἰς ἑκάστου… …   Dictionary of Greek

  • σποδός, ηφαιστειακή — Σύνολο από λεπτότατα θραύσματα λάβας, που εκσφενδονίστηκαν κατά την έκρηξη ενός ηφαιστείου και έπεσαν στις πλαγιές ή στους πρόποδες του ή μεταφέρθηκαν από τον άνεμο σε σημαντικές αποστάσεις. Η σποδός του είδους είναι πολλές φορές εκμεταλλεύσιμη… …   Dictionary of Greek

  • σποδός — η 1. στάχτη. 2. τέφρα που απομένει από την καύση νεκρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σποδούς — σποδός wood ashes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδῷ — σποδός wood ashes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποδόν — σποδός wood ashes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασποδώ — (I) κατασποδῶ, έω (Α) σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σποδῶ / έω (< σποδῶ «κάνω σκόνη, συντρίβω» < σποδός «στάχτη, σκόνη»), πρβλ. απο σποδώ, δια σποδώ]. (II) κατασποδῶ, όω (Α) δαπανώ, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σποδῶ / όω (<… …   Dictionary of Greek

  • σπληδός — ἡ, Α σποδός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η άποψη ότι η λ. έχει σχηματιστεί με συμφυρμό από τους τ. σποδός «τέφρα, στάχτη» και χλῆδος «συρφετός, φρυγανώδη χώματα, αποκαθάρματα». Εξίσου απίθανη είναι και η σύνδεση τής λ. με το λατ.… …   Dictionary of Greek

  • σποδοκράμβη — ἡ, ΜΑ σποδός κράμβης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + κράμβη «λάχανο»] …   Dictionary of Greek

  • ηφαιστειακή ή θηραϊκή γη — Ηφαιστειακή σποδός που προέρχεται από το ηφαίστειο της Σαντορίνης και καλύπτει σχεδόν όλη την επιφάνεια των νησιών Σαντορίνη, Θηρασία και Ασπρονήσι, με στρώμα πάχους 15 50 μ. Το χρώμα της είναι κοκκινωπό ή καφέ και χημικά αποτελείται κυρίως από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”