- πᾱώτης
πᾱώτης, ὁ, lakon. = παός, πηός, der Blutsverwandte, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πᾱώτης, ὁ, lakon. = παός, πηός, der Blutsverwandte, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παώτης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) ο συγγενής εξ αγχιστείας, παώταρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από το πηός / πᾱός «συγγενής εξ αγχιστείας»] … Dictionary of Greek