- πρωτο-γένεια
πρωτο-γένεια, ἡ, die Erstgeborene, Orph. H. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτο-γένεια, ἡ, die Erstgeborene, Orph. H. 9, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ημιγένειος — ἡμιγένειος, ον (Α) (για νεανία) αυτός που δεν έχει ακόμη όλα τα γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + γενειος (< γένειον < γένυς), πρβλ. ευθυ γένειος, πρωτο γένειος] … Dictionary of Greek