- παῤ-ῥησία
παῤ-ῥησία, ἡ, freies Reden, Freimüthigkeit, Offenheit im Reden und Handeln; Eur. Hipp. 394 Ion 672 u. öfter; γέλωτα γενέσϑαι ἐπὶ τῇ παῤῥησίᾳ αὐτοῦ, Plat. Conv. 222 c; ἐλευϑερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παῤῥησίας γίγνεται, Rep. VIII, 557 b; παῤῥησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρώμενος, Phaedr. 240 e; Folgde; καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία, Pol. 2, 38, 6; παῤῥησίαν ἄγειν, D. Sic. 12, 63; παῤ-ῥησίᾳ, freimüthig, offen, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.