- παῤ-ῥησι ώδης
παῤ-ῥησι ώδης, ες, freimüthig, im adv., ἀποκρίνασϑαι παῤῥησιωδέστερον, D. Sic. 15, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παῤ-ῥησι ώδης, ες, freimüthig, im adv., ἀποκρίνασϑαι παῤῥησιωδέστερον, D. Sic. 15, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.