- παῤ-ῥησιάζομαι
παῤ-ῥησιάζομαι, freimüthig od. unparteiisch reden, handeln; ἐπαῤῥησιᾳσάμεϑα, Xen. Cyr. 5, 3, 8; περί τινος, Dem. 18, 177; πεπαῤῥησίασμαι, 4, 51; πρός τινα, Aesch. 1, 177; κατά τινος, Pol. 12, 13, 8; ταῠτα πρὸς σέ, Luc. adv. ind. 30; auch pass., περὶ φιλοσοφίας πεπ αῤῥησιασμένα, Isocr. 15, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.