πέδον

πέδον

πέδον, τό, der Boden, Erdboden, das Land; τὸ κύκλῳ πέδον, Pind. Ol. 11, 48; ἐν Αἴτνας κορυφαῖς καὶ πέδῳ, P. 1, 28; Tragg. oft, πέδον κελεύϑου στρωννύναι πετάσμασιν, Aesch. Ag. 883; ἰὸς ἐκ φρονημάτων πέδῳ πεσών, Eum. 457; auch πέδον πατεῖν, zu Boden treten, Ag. 1330, vgl. τὸ μὴ ϑέμις γὰρ οὐ λὰξ πέδον πατούμενον, Ch. 643, nieder in den Staub getreten; πίπτοντες πέδῳ, Soph. El. 737 (vgl. ῥίπτεις πέδῳ πεύκην Eur. I. A. 39); wie πεδίον zur Umschreibung gebraucht, πέρσαι τὸ Δαρδάνου πέδον, Phil. 69; vgl. Eur. Hel. 2. 57; auch die Ebene, Soph. El. 720 u. einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέδον — ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδον — τὸ, Α 1. το έδαφος, η γη 2. (στη δοτ. ως επίρρ.) πέδῳ στο έδαφος, καταγής 3. φρ. α) «Ζηνὸς εὐθαλὲς πέδον» η Νεμέα β) «Παλλάδος κλεινὸν πέδον» η Αθήνα και ιδίως η Ακρόπολη γ) «Λήμνου πέδον» η Λήμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέδον ανάγεται στην απαθή βαθμίδα …   Dictionary of Greek

  • πέδω — πέδον ground neut nom/voc/acc dual πέδον ground neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδοις — πέδον ground neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδου — πέδον ground neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδων — πέδον ground neut gen pl πέδων one in fetters masc nom/voc sg πεδάω bind with fetters imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πεδάω bind with fetters imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέδῳ — πέδον ground neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • οικόπεδο — το (Α οἰκόπεδον) συνεχόμενη έκταση γης που αποτελεί αυτοτελές και ενιαίο ακίνητο, ανήκει σε έναν ή σε περισσότερους ιδιοκτήτες εξ αδιαιρέτου και προορίζεται για οικοδόμηση ή πάνω στην οποία έχει οικοδομηθεί κτίσμα (α. «το οικόπεδο είναι ακόμη… …   Dictionary of Greek

  • λακκόπεδον — και λακόπεδον, τὸ (Α.) το όσχεον. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάκκος + πέδον «έδαφος» (πρβλ. γή πεδον, οικό πεδον)] …   Dictionary of Greek

  • μυχόπεδον — μυχόπεδον, τὸ (Α) (κατά τον Φώτ.) «γῆς βάθος, ᾅδης», τα έγκατα τής Γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πέδον «έδαφος» (πρβλ. λακκό πεδον, στρατό πεδον)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”