πέντ-αθλος

πέντ-αθλος

πέντ-αθλος, , ion. πεντάεϑλος, der den Fünfkampf, πένταϑλον, Treibende od. Uebende, πεντάεϑλος ἀνήρ, Her. 9, 75; πένταϑλον αὐτὸν δεῖ εἶναι καὶ ὕπακρον, Plat. Riv. 138 d; übertr. sagt Xen. Hell. 4, 7, 5 ὥςπερ πένταϑλος, πάντῃ ἐπὶ τὸ πλέον ὑπερβάλλειν ἐπειρᾶτο, mit Hindeutung darauf, daß der das Pentathlon Uebende zwar alle fünf Kampfspiele treibt und in der Gesammtheit den Sieg davonträgt, aber im Einzelkampf denen, die nur diese eine Kampfart treiben, nachsteht; vgl. Plut. Symp. 9, 2, 2 u. D. L. 9, 37.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… …   Dictionary of Greek

  • εύαθλος — εὔαθλος και εὐάεθλος, ον (Α) 1. αυτός που αγωνίζεται με επιτυχία, ο νικητής («κίρναμεν... εὐαέθλου γενεᾱς ὕπερ», Πίνδ.) 2. αυτός που κερδήθηκε σε νίκη («εὐάθλων γεράων», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αθλος (< άθλον), πρβλ. πέντ αθλος] …   Dictionary of Greek

  • μεγάλαθλος — μεγάλαθλος, ον (Μ) αυτός που κάνει μεγάλους άθλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) + ἆθλος (πρβλ. πέντ αθλος)] …   Dictionary of Greek

  • τέτραθλος — ον, Μ αυτός που βραβεύθηκε σε τέσσερεις αγώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ἆθλος (πρβλ. πέντ αθλος)] …   Dictionary of Greek

  • μοναθλία — μοναθλία, ἡ (Μ) μονομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + αθλία (< αθλος < ἄθλος), πρβλ. πεντ αθλία] …   Dictionary of Greek

  • πένταθλο — Άθλημα σύνθετο από πέντε αγωνίσματα. Στην αρχαία Ελλάδα, όπου δημιουργήθηκε, περιλάμβανε άλμα, δίσκο, δρόμο, ακόντιο και πάλη. Σήμερα, το π. των αντρών, περιλαμβάνει άλμα σε μήκος, ακόντιο, δρόμο 200 μ., δισκοβολία και δρόμο 1.500 μ. Το γυναικείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”