- πέταχνον
πέταχνον, τό, auch πέτακνον u. πάτακνον, ein breites, flaches Trinkgeschirr, Alexis bei Ath. III, 125 f, der XI, 496 a erkl. ποτήριον ἐκπέταλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέταχνον, τό, auch πέτακνον u. πάτακνον, ein breites, flaches Trinkgeschirr, Alexis bei Ath. III, 125 f, der XI, 496 a erkl. ποτήριον ἐκπέταλον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέταχνον — broad flat cup neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέταχνον — και πέτακνον και πέδαχνον, τὸ, Α πλατύ, ρηχό ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πετα τού πετάννυμι «εκτείνω, απλώνω» + επίθημα χν ον κατά τα κυλί χν η, πελί χν η] … Dictionary of Greek
πετάχνῳ — πέταχνον broad flat cup neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεταχνούμαι — όομαι, Α [πέταχνον] πίνω με πέταχνον, πίνω πάρα πολύ … Dictionary of Greek
ολβάχιον — ὀλβάχιον και ὀλβάχνιον και ὄλεχον, τό, και ὀλβακήϊα, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πλεονάζουσι δὲ τὸ β Συρακούσιοι ὡς ἐπὶ τοῡ ὀλβάχνιον, ὀλάχνιον γάρ ἐστι τὸ ἀπαθὲς τὸ τὰς οὐλὰς ἔχον σημαίνει δὲ τὸ κανοῡν (κάνιστρον) ἐν ᾧ ἀπετίθεντο τὰς οὐλάς». [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πέδαχνον — τὸ, Α βλ. πέταχνον … Dictionary of Greek
πέτακνον — τὸ, Α βλ. πέταχνον … Dictionary of Greek
πελάχνη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τρύβλιον ἐκπέταλον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το πέταχνον «μεγάλη κούπα, ποτήρι» (< πετάννυμι)] … Dictionary of Greek