πέτρος

πέτρος

πέτρος, (vgl. πέτρα), bei Hom. nur in der Il. u. stets in der Bdtg Stein; öfter von πέτρα unterschieden, vgl. Buttm. Lexil. II p. 179; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ, Il. 7, 270; λάζετο πέτρον μάρμαρον ὀκριόεντα, 16, 734, öfter; u. so Pind. ἔδικε πέτρῳ, Ol. 11, 75; N. 4, 28; ξεστὸν πέτρον, von einer Säule, 10, 67; Tragg. oft in der Bdtg Stein, z. B. zum Schleudern im Kampfe, Aesch. Spt. 658 Pers. 452; ἐν πέτροισιν πέτρον ἐκτρίβων, um Feuer zu machen, Soph. Phil. 296; λευσϑῆναι πέτροις, O. C. 436, vgl. Ai. 715; aber auch = πέτρα, Fels, Phil. 272 O. C. 1591; πάντα κινῆσαι πέτρον, Eur. Heracl. 1002; u. in Prosa: πέτρον κινεῖν τὸν μέγιστον, Plat. Legg. VIII, 843 a; Xen. An. 7, 7, 54; Sp. Bei sp. D. auch fem. (wie ἡ λίϑος), Theodorid. VII, 479 Onest. (VII, 274).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Πέτρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Ερημίτης — (ήΠέτρος της Αμιένης, Πικαρδία; – κοντά στη Λιέγη, περ. 1115). Γάλλος μοναχός και σταυροφόρος. Στρατιώτης και κατόπιν μοναχός, ίσως ύστερα από ένα ταξίδι στους Αγίους Τόπους, έγινε φανατικός κήρυκας της πρώτης Σταυροφορίας την οποία οργάνωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος Πελοποννήσιος — Ψάλτης και συνθέτης, ο κορυφαίος ίσως εκπρόσωπος της μεταβυζαντινής μουσικής παράδοσης. Τα βιογραφικά του είναι ελάχιστα γνωστά. Καταγόταν πάντως από τη Λακωνία κι εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1764 στην Κωνσταντινούπολη ως δομέστικος του… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος ο Σκληρός — (1334 – 1369). Βασιλιάς της Καστίλης. Γιος του Αλφόνσου IA΄ και της Μαρίας της Πορτογαλίας, έγινε βασιλιάς σε ηλικία 16 χρόνων και, τρία χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη Λευκή των Βουρβόνων, την οποία όμως εγκατάλειψε τρεις μέρες αργότερα για χάρη… …   Dictionary of Greek

  • Πέτρος, Μογίλας — Μητροπολίτης Κιέβου. Έζησε τον 17o αι. Καταγόταν από παλιά μολδαβική οικογένεια και ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους άνδρες της εποχής του. Μοναχός αρχικά, χειροτονήθηκε εξαιτίας των πνευματικών του χαρισμάτων, σε σύντομο χρονικό διάστημα,… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Πέτρος — I (Ρώμης). Ο μεγαλύτερος χριστιανικός ναός, στη δεξιά όχθη του Τίβερη, δίπλα στο Βατικανό. Ο ναός βρίσκεται στην ίδια θέση με έναν ειδωλολατρικό ναό και ένα χριστιανικό νεκροταφείο, όπου κατά την παράδοση μαρτύρησε ο Απόστολος Πέτρος. Στα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Βούλγαρης, Πέτρος — (Ύδρα 1884 – 1957). Στρατιωτικός και πολιτικός. Πήρε μέρος στους πολέμους του 1912 13, καθώς και στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Για την εξαιρετική του δράση προήχθη στον βαθμό του αντιναυάρχου. Το 1936 αποστρατεύτηκε, αλλά μετά την κατοχή της Ελλάδας… …   Dictionary of Greek

  • Βράιλας-Αρμένης, Πέτρος — Βλ. λ. Αρμένης Βράιλας, Πέτρος …   Dictionary of Greek

  • Γαλακτόπουλος, Πέτρος — (Αθήνα 1945 –). Αθλητής της ελληνορωμαϊκής πάλης και ολυμπιονίκης. Αναδείχτηκε πρωταθλητής Ελλάδας (1965), Βαλκανίων και Ευρώπης (1972), αλλά οι μεγαλύτερες διακρίσεις του ήταν στους Ολυμπιακούς αγώνες του Μεξικού (1968), όπου κέρδισε το χάλκινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”