πέτρα

πέτρα

πέτρα, , ion. u. ep. πέτρη, Fels; im Meere od. am Gestade die Klippe; sowohl von einzeln stehenden Felsenhäuptern als von ganzen felsigen Gebirgszügen, αἰγίλιψ, ήλίβατος, αἰπεῖα, λίς, λισσή u. ä., Hom.; auch πέτρης ἐκ γλαφυρῆς, Il. 2, 88, von einer Felsengrotte zu verstehen. Auch Od. 9, 243. 486, wie Hes. Th. 675, wo mit πέτραις geworfen wird, sind nicht einzelne Steine, πέτρος, sondern ganze Felsgipfel zu verstehen, welche der Kyklop u. die Hundertarmigen von den Felsen losreißen und gegen die Feinde schleudern; vgl. Buttm. Lexil. II p. 179. Sprichwörtlich οὐκ ἀπὸ δρυὸς οὐδ' ἀπὸ πέτρης, Il. 22, 126 Od. 19, 163. S. δρῦς. Göttling zu Hes. Th. 35 bezieht es auf Dodona u. Delphi. Als Sinnbild der Festigkeit u. Unbeweglichkeit steht es Od. 17, 463; auch der Gefühllosigkeit u. Hartherzigkeit, Valck. Eur. Hipp. 305; Pind. χοιράδος ἄλκαρ πέτρας, P. 10, 52; συνδρόμων κινηϑμὸν πετρᾶν, 4, 209; oft bei Tragg. für Felsen, z. B. Aesch. Prom. 4. 31; δίστομος πέτρα, Soph. Phil. 16. 940, u. öfter; δίλοφος, der Parnaß, Ant. 1113, Eur. oft; u. in Prosa; δρυὸς καὶ πέτρας ἀκούειν, Plat. Phaedr. 275 b; ταῖς χερσὶν ἀτεχνῶς πέτρας καὶ δρῠς περιλαμβάνοντες, Soph. 246 a; μηδ' εἰς πέτρας τε καὶ λίϑους σπείρειν, Legg. VIII, 838 b; Folgde. – Sp. auch von Felsstücken, Steinen, ἐκυλίνδουν πέτρας Xen. An. 4, 2, 20, τὰς πέτρας ἐπι κυλίοντες Pol. 3, 53, 2; Plut. u. a. Sp. – Vgl. πέτρος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρά — πετράς fourth day fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”