- πέσος
πέσος, τό, = πέσημα, πτῶμα, Fall, Eur. Phoen. 1307, im plur., Wucht, Schwere.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέσος, τό, = πέσημα, πτῶμα, Fall, Eur. Phoen. 1307, im plur., Wucht, Schwere.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέσος — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσος — τὸ, Α η πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πεσ τού αόρ. β ἔ πεσ ον τού πίπτω*, κατά τα ουδ. σε ος] … Dictionary of Greek
πέσει — πέσος neut nom/voc/acc dual (attic epic) πέσεϊ , πέσος neut dat sg (epic ionic) πέσος neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέση — πέσος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέσος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσεα — πέσος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέσιος — πέσος neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία … Dictionary of Greek
pet-2, petǝ- : ptē-, ptō- (Gk. ptā-) — pet 2, petǝ : ptē , ptō (Gk. ptā ) English meaning: to fall; to fly Deutsche Übersetzung: “auf etwas los or niederstũrzen, fliegen, fallen” Material: O.Ind. pátati “flies, wirft sich, fällt” (= πέτομαι, Lat. petō, O.Welsh… … Proto-Indo-European etymological dictionary