πέσκος

πέσκος

πέσκος, τό, = πέκος, Fell, Haut, Rinde, Nic. Ther. 549. Nach den alten Gramm. durch Buchstabenumstellung von σκέπω.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέσκος — skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέσκος — τὸ, Α 1. φλοιός 2. δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • πέσκη — πέσκος skin neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πέσκος skin neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεσκέων — πέσκος skin neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • посконь — ж. мужская конопля (уже в Домостр. К. 53), укр. поскiнь, род. п. поскони, плоскiнь, блр. посконня ж., словен. ploskovnica, чеш. роskоnеk, poskonny, польск. рɫоskоn, др. польск. рɫоskоnеk (Рей). Праслав. *роskоnь в отдельных диал. превращалась в… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • απεσκής — ἀπεσκής, ές (Α) [πέσκος] ο δίχως δερμάτινο κάλυμμα ή θήκη …   Dictionary of Greek

  • μέσκος — μέσκος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώδιον, δέρμα, Νίκανδρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως να πρόκειται για δάνεια λ. ανατολικής προέλευσης (πρβλ. αραμ. meškā, ακαδ. mašku, αρχ. περσ. maškā «δέρμα, φλοιός»). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για… …   Dictionary of Greek

  • πέκος — και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α 1. ο πόκος*, το ποκάρι, το σύνολο τού ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον». [ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • πετσί — το / πετζίν, ΝΜ 1. δέρμα ανθρώπου ή ζώου, επιδερμίδα 2. κατεργασμένο δέρμα ζώου νεοελλ. φρ. α) «είναι πετσί και κόκαλο» είναι πάρα πολύ αδύνατος β) «τά γνωρίσαμε στο πετσί μας» έχουμε προσωπική, επώδυνη πείρα γ. «σηκώθηκε το πετσί μου» ένιωσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”