πέρπερος — vainglorious masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρπερος — ον, Α αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση τής λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη… … Dictionary of Greek
πέρπερον — πέρπερος vainglorious masc/fem acc sg πέρπερος vainglorious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περπέρους — πέρπερος vainglorious masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρπερα — πέρπερος vainglorious neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέρπεροι — πέρπερος vainglorious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьртьливъ — (2*) пр. Непостоянный, легкомысленный: и николи же ни о ко(м) же гл҃ше ˫ако сь стропотливъ. а се сь верьтливъ (πέρπερος) ПНЧ XIV, 22г; и цѣлова кр(с)тъ к нима. и вниде въ градъ. и переступи кр(с)тьное цѣлование съ заѹтрь˫а. такъ бо бѩше къ всеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παρεμφάρακτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, πέρπερος» … Dictionary of Greek
περπέρα — και περπέρω, η, Ν φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος, κατά τα θηλ. σε α] … Dictionary of Greek
περπερήθρα — η, Ν η περπέρα, η φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος «κενόδοξος, φαντασμένος» + επίθημα ήθρα (πρβλ. δακτυλ ήθρα)] … Dictionary of Greek
περπερεύομαι — ΜΑ [πέρπερος] καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ) … Dictionary of Greek