πέρπερος

πέρπερος

πέρπερος, 2 Endgn, windbeutelig, leichtsinnig, bes. von geschwätzigen, eiteln Menschen, die mit Etwas großthun, bes. wie ἀλαζών, mit etwas Lügenhaftem, von ihnen selbst Ersonnenem; καὶ λάλος, Pol. 32, 6, 5. 40, 6, 2; vgl. Schol. Soph. Ant. 334, ἡ πέρπερος καὶ περιεργοτέρα γραμματική, S. Emp. adv. gramm. 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πέρπερος — vainglorious masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρπερος — ον, Α αυτός που λέει μεγάλα λόγια και ψευτιές, κενόδοξος, φαντασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η μτγν. εμφάνιση τής λ. πέρπερος οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται για δάνειο από τα λατ. perperam «ψεύτικα, εσφαλμένα» και perperus «εσφαλμένος, φαύλος», παρά τη… …   Dictionary of Greek

  • πέρπερον — πέρπερος vainglorious masc/fem acc sg πέρπερος vainglorious neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περπέρους — πέρπερος vainglorious masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρπερα — πέρπερος vainglorious neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέρπεροι — πέρπερος vainglorious masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • вьртьливъ — (2*) пр. Непостоянный, легкомысленный: и николи же ни о ко(м) же гл҃ше ˫ако сь стропотливъ. а се сь верьтливъ (πέρπερος) ПНЧ XIV, 22г; и цѣлова кр(с)тъ к нима. и вниде въ градъ. и переступи кр(с)тьное цѣлование съ заѹтрь˫а. такъ бо бѩше къ всеи… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • παρεμφάρακτος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, πέρπερος» …   Dictionary of Greek

  • περπέρα — και περπέρω, η, Ν φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος, κατά τα θηλ. σε α] …   Dictionary of Greek

  • περπερήθρα — η, Ν η περπέρα, η φλύαρη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέρπερος «κενόδοξος, φαντασμένος» + επίθημα ήθρα (πρβλ. δακτυλ ήθρα)] …   Dictionary of Greek

  • περπερεύομαι — ΜΑ [πέρπερος] καυχιέμαι, μιλώ ή συμπεριφέρομαι επιδεικτικά και αλαζονικά («ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῡται», ΚΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”