πάθνη

πάθνη

πάθνη, , nach Moeris hellenistisch = φάτνη, Geop.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάθνη — πάθνη, ἡ (Μ) η φάτνη …   Dictionary of Greek

  • πάθνη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθνῃ — πάθνη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παθνῶν — πάθνη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάθνην — πάθνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτνη — Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που… …   Dictionary of Greek

  • πάθνας — πάθνᾱς , πάθνη fem acc pl πάθνᾱς , πάθνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχνος — ἔχνος, τὸ (Μ) κάθε ζώο ή ζωύφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τού κρητικού ιδιώματος < έθνος (πρβλ. πάθνη > παχνί)] …   Dictionary of Greek

  • αχνί — το κοίλωμα στον τοίχο στάβλου ή ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, φάτνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παχνί έχει σχηματιστεί από έναν αμάρτυρο τ. *παθνίον, υποκορ. τού αρχ. πάθνη, άλλο τ. τού φάτνη* με τις εξής μεταβολές: *παθνίον >… …   Dictionary of Greek

  • bhendh- —     bhendh     English meaning: to bind     Deutsche Übersetzung: “binden”     Material: O.Ind. badhnü ti, only later bandhati “binds, fetters, captures, takes prisoner, put together “, Av. bandayaiti “binds”, participle O.Ind. baddhá , Av. ap.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”