- πάν-οπλος
πάν-οπλος, ganz, schwer gerüstet; Ἀργείων στρατός, Aesch. Spt. 59; Eur. Rhes. 22; ὄχλος, Phoen. 151, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-οπλος, ganz, schwer gerüstet; Ἀργείων στρατός, Aesch. Spt. 59; Eur. Rhes. 22; ὄχλος, Phoen. 151, öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεραύνοπλος — κεραύνοπλος, ον (Α) οπλισμένος με κεραυνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. μακρ αυχέν οπλος, πάν οπλος] … Dictionary of Greek
χειρετέροπλος — ον, Α (για ξιφομάχο) οπλισμένος στο ένα χέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἕτερος + οπλος (< ὅπλον), πρβλ. πάν οπλος] … Dictionary of Greek
καλλιοπλία — καλλιοπλία, ἡ (Α) η κατοχή ωραίας πανοπλίας ως επάθλου αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + οπλία (< οπλος < ὅπλον), πρβλ. παν οπλία, υπερ οπλία] … Dictionary of Greek
πάνοπλος — η, ο / πάνοπλος, ον, ΝΜΑ οπλισμένος με όλα τα όπλα του, αυτός που έχει όλο τον απαραίτητο οπλισμό για μια μάχη («πάνοπλος Ἀργείων στρατός», Αισχύλ.) νεοελλ. μτφ. ο άριστα προετοιμασμένος για την αντιμετώπιση μιας κατάστασης ή μιας περίστασης, ο… … Dictionary of Greek