- πάν-ταρβος
πάν-ταρβος, = πανταρβής; παντάρβην πυρὸς ἐρωήν, Epigr. bei Heliod. 4, 8 (Anth. IX, 490); einen Stein παντάρβη erwähnen die Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πάν-ταρβος, = πανταρβής; παντάρβην πυρὸς ἐρωήν, Epigr. bei Heliod. 4, 8 (Anth. IX, 490); einen Stein παντάρβη erwähnen die Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πανταρβής — ές, Α αυτός που φοβάται τα πάντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ταρβής (< τάρβος «φόβος»), πρβλ. πολυ ταρβής] … Dictionary of Greek