πάτος

πάτος

πάτος, , 1) der betretene Weg, Pfad, Fußsteig, Il. 20, 137. – 2) das Treten, der Tritt, πάτος ἀνϑρώπων, Schritt und Tritt der Menschen, Il. 6, 202 Od. 9, 119, u. so sp. D., wie Ap. Rh. χῶρον, ὅτις πάτου ἔκτοϑεν ἦεν ἀνϑρώπων, 3, 1201; u. übertr., μήτε ἀποῤῥήτοις καὶ ἔξω πάτου ὀνόμασι, μήτε τοῖς ἀγοραίοις, Luc. hist. conscr. 44, vgl. Pseudol. 13. – 3) Koth der Thiere, Nic. Al. 535, Schol. ἀφόδευμα, Ther. 933. – 4) Nach Hesych. auch ἔνδυμα τῆς Ἥρας.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάτος — trodden masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατός — ή, όν, Α (πιθ. ελληνογαλατική λέξη) πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πατώνω — [πάτος] 1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής 2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους 3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει 4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης,… …   Dictionary of Greek

  • πάτοι — πάτος trodden masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτον — πάτος trodden masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτου — πάτος trodden masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτους — πάτος trodden masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτων — πάτος trodden masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτῳ — πάτος trodden masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”