πάτριος

πάτριος

πάτριος, bei den Att. häufig zweier Endgn, den Vätern oder Vorfahren gehörig, von ihnen herrührend, überkommen (vgl. πατρῷος u. πατρικός); ἄρουρα, Pind. Ol. 2, 16 (wie Ar. Ran. 1533); ὁδός, N. 2, 6; τὰ πάτρια λόγῳ παλαιὰ δώματα, Soph. O. R. 1394; γῆ, Ant. 806; Eur. Med. 653 u. öfter; ϑαλάμοις πατρίοις, Ion 477; ἔδοξε τοῖσι πατρίοισι μοῠνον χρᾶσϑαι ϑεοῖσι, Her. 1, 172, πατρία εἰρήνη, Andoc. 3, 27; πατρίους ἀρχάς, Xen. Cyr. 1, 1, 4; πάτρια καὶ παντάπασιν ἀρχαῖα νόμιμα, Plat. Legg. VII, 793 b, u. öfter so von alten Einrichtungen, von den Vätern überkommene Stamm- oder Landessitten; κατὰ τὰ πάτρια, Ar. Ach. 1000, κατὰ τὰ πάτρια τῶν Βοιωτῶν, Thuc. 2, 2, u. A.; auch im compar., ἡγεμονία πατριωτέρα, Isocr. 3, 37. – Bes. πάτριόν ἐστί τινι, Plat. Hipp. mai. 284 b, wie Thuc. 1, 123 u. Pol. 3, 15, 7; Plut. Camill. 29. – Adv., nach väterlicher Sitte, Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάτριος — of masc nom sg πάτριος of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτριος — α, ο / πάτριος, ία, ον και πάτριος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προέρχεται από τους πατέρες, από τους προγόνους, κληρονομικός, πατροπαράδοτος (α. «πάτριοι νόμοι» β. «πάτριοι θεοί») 2. αυτός που ανήκει στον πατέρα ή στους πατέρες, στους προγόνους… …   Dictionary of Greek

  • πατριός — και πατρυιός, ο / πατρυιός και πατρυός, ΝΜΑ ο σύζυγος τής μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από προηγούμενο γάμο, ο μητριός («πατρυιὸν και μητρυιὸν οἱ παλαιοί φασιν τὸν πατρῷον ἀρρενωνυμοῡντες τὴν μητρυιάν», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός,… …   Dictionary of Greek

  • πάτριος — α, ο προγονικός, πατροπαράδοτος, πατρικός: Πάτριο έδαφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατριός — ο ο θετός πατέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατρίως — πάτριος of adverbial πάτριος of masc acc pl (doric) πάτριος of adverbial πάτριος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάτριον — πάτριος of masc acc sg πάτριος of neut nom/voc/acc sg πάτριος of masc/fem acc sg πάτριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίων — πάτριος of fem gen pl πάτριος of masc/neut gen pl πάτριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίοις — πάτριος of masc/neut dat pl πάτριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίοισι — πάτριος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πάτριος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίοισιν — πάτριος of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πάτριος of masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”